ισώνω

ισώνω
βλ. ισιώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισώνω — βλ. ισιώνω …   Dictionary of Greek

  • ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… …   Dictionary of Greek

  • ισιώνω — και ισώνω [ίσιος / ίσος] κάνω κάτι ίσο, ευθυγραμμίζω, εξομαλύνω, ισοπεδώνω …   Dictionary of Greek

  • σώνω — (I) Ν βλ. σώζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σώζω]. (II) Ν αρκώ, επαρκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισώνω (< ίσος) με σίγηση τού αρκτικού άτονου φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”